χρυσωρυχεῖα

χρυσωρυχεῖα
χρῡσωρυχεῖα , χρυσωρυχεῖον
gold-mine
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμφίπολις — Σπουδαία αρχαία ελληνική πόλη της Μακεδονίας, περίπου 40 χλμ. από τις εκβολές του Στρυμόνα. Ονομάστηκε έτσι επειδή την περιέβαλε ένας βραχίονας του Στρυμόνα. Βρισκόταν σε σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο, γνωστό παλαιότερα ως Εννέα Οδοί, ενώ από τον …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • αλγκόνκιο — Ανώτερη περίοδος του αζωικού ή αρχαϊκού αιώνα. Η ονομασία προέρχεται από τους Αλγκονκίνους, την ομάδα αυτόχθονων φυλών της Βόρειας Αμερικής. Η διάρκεια της περιόδου αυτής είναι δύσκολο να καθοριστεί. Πάντως, είναι μεγάλη, χωρίς αμφιβολία, όπως… …   Dictionary of Greek

  • Γιούκον — (Yukon). Τοπωνύμια του Καναδά. 1. Διοικητική διαίρεση (536.324 τ. χλμ., 28.700 κάτ. το 2002) του βορειοδυτικού Καναδά, που συνορεύει στα Δ με την Αλάσκα, Ν από τη Βρετανική Κολομβία και Α με τη Βορειοδυτική Περιοχή, ενώ Β βρέχεται από τη θάλασσα… …   Dictionary of Greek

  • Κάβαλλα — Αρχαία πόλη της Αρμενίας στην περιοχή της Ισπιράτιδας. Ονομαζόταν επίσης Κάμβαλα ή Κάβαλα. Στα Κ. υπήρχαν πολλά χρυσωρυχεία, όπου ο Μέγας Αλέξανδρος είχε στείλει τον Μένωνα με μεγάλη στρατιωτική δύναμη για να τα εξερευνήσει. Οι κάτοικοι όμως της… …   Dictionary of Greek

  • Κόνκορντ — (Concord). Ονομασία τεσσάρων πόλεων των ΗΠΑ. 1. Πόλη (121.780 κάτ. το 2000) στη δυτική Καλιφόρνια, ΒΑ της πόλης Μπέρκλεϊ. Είναι ανατολικό προάστιο στην περιοχή του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο. Διαθέτει διυλιστήρια πετρελαίου καθώς και βιομηχανίες… …   Dictionary of Greek

  • Λέαγρος — (520 – 464 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός. Ήταν γιος του Γλαύκωνα και έγινε στρατηγός σε ηλικία περίπου 55 ετών. Αυτός και ο Σωφάνης στάλθηκαν ως επικεφαλής στόλου και 10.000 αποίκων (Αθηναίων και συμμάχων) κατά της Θάσου, η οποία είχε επαναστατήσει.… …   Dictionary of Greek

  • Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… …   Dictionary of Greek

  • Ραϊμόντι Αντόνιο — (Raimondi, 1826 – 1890). Ιταλός γιατρός και εξερευνητής. Πήρε μέρος στην πολιτική κίνηση της πατρίδας του αλλά τελικά αναγκάστηκε να εκπατριστεί στο Περού. Εκεί διετέλεσε επί είκοσι συνεχή χρόνια καθηγητής της φυσικής ιστορίας στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Ροντς, Σέσιλ — (Rhodes, Στράτφορντ 1853 – Μούιζενμπερ, Επαρχία του Ακρωτηρίου 1902). Άγγλος πολιτικός και επιχειρηματίας. Αναγκασμένος από την κακή κατάσταση της υγείας του να φύγει νέος από τη Μεγάλη Βρετανία και να εγκατασταθεί στη Νότια Αφρική, έφτασε εκεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”